δεκαπλασιασμός

δεκαπλασιασμός
ο
1. ο πολλαπλασιασμός επί δέκα
2. η υπερβολική αύξηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπλασιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”